- δακτυλικός
- και δαχτυλικός, -ή, -ό (AM δακτυλικός, -ή, -όν) [δάκτυλος]1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ' αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» — αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα)2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι δακτύλους («δακτυλικό εξάμετρο», «δακτυλικός στίχος», «τῶν δακτυλικῶν ῥυθμῶν»)αρχ.1. δακτυλιαίος2. φρ. α) «δακτυλικὴ ψῆφος» — πετράδι σε δαχτυλίδιβ) «δακτυλικὸν ἔμπλαστρον» — έμπλαστρο για τον δακτύλιο τού πρωκτού.
Dictionary of Greek. 2013.